χριστιανός — Christian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… … Dictionary of Greek
Χριστιανός — Χριστιᾱνός , Χριστιανός Christian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάουγκβιτς, Χριστιανός - Αύγουστος - Ερρίκος - Κουρτ — (Haugwitz, 1752 – 1831). Πρώσος πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών (1792) και πρωθυπουργός (1794). Διαπραγματεύτηκε με τη Ρωσία και την Αυστρία τη δεύτερη διανομή της Πολωνίας (1793) και με τη Γαλλία υπέγραψε τη συνθήκη της Βασιλείας (1794) … Dictionary of Greek
ομολογητής — Χριστιανός, που εξαιτίας της ομολογίας της χριστιανικής του πίστης διώχτηκε και βασανίστηκε αλλά, παρά το γεγονός αυτό, κατόρθωσε τελικά να επιζήσει. Η εκκλησία, εκτός από τους μάρτυρες που πέθαναν από τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, τιμά και… … Dictionary of Greek
Αβήπας ή Αβίπας — Χριστιανός μάρτυρας. Μαρτύρησε μαζί με άλλους 26 στην Κονστάντσα της Ρουμανίας τον 4ο αι. μ.Χ., όταν o Γότθος βασιλιάς Ιουγγουρίχος, φανατικός ειδωλολάτρης και κύριος της περιοχής, διέταξε να βάλουν φωτιά και να κάψουν τον ναό, στον οποίο… … Dictionary of Greek
χριστιανοῖς — χριστιανός Christian masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανοῖσιν — χριστιανός Christian masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανοί — χριστιανός Christian masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανοῦ — χριστιανός Christian masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)